βραδυκίνητα

βραδυκίνητα
βραδυκίνητος
slow-moving
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νούφαρο — Κοινή ονομασία πολυετών υδρόβιων φυτών, της οικογένειας των Νυμφαιιδών, που έχουν ρίζωμα παχύ, φύλλα επιπλέοντα ή πάνω από το νερό, και άνθη επιπλέοντα. Πολυάριθμα είναι τα καλλωπιστικά είδη, που καλλιεργούνται και διακοσμούν, με τα εντυπωσιακά… …   Dictionary of Greek

  • βραδυκίνητος — η, ο 1. αυτός που κινείται αργά, ο αργοκίνητος: Στη δεξιά λωρίδα του δρόμου κινούνται μόνο τα βραδυκίνητα οχήματα. 2. μτφ., ο νωθρός: Είναι πάντα βραδυκίνητος, σαν να μην έχει τίποτα να κάνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”